μάγκιπος

μάγκιπος
[-ιψ (-ιπος)] ο , μάγκίπισσα η монастырский пекарь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μάγκιπος" в других словарях:

  • μάγκιπος — και μάγκιπας, ο, θηλ. μαγκίπισσα (Μ μάγκιψ και μάγκηψ και μάγγιψ, πος και μάγκιπας και μάγκιπος) αυτός που παρασκευάζει και πουλά άρτο, αρτοπώλης, φούρναρης νεοελλ. (το αρσ.) ο μάγκιπος ο μοναχός που παρασκευάζει τον άρτο σε μονή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μάγκιψ — και μάγκηψ και μάγγιψ, πος, ὁ (Μ) βλ. μάγκιπος …   Dictionary of Greek

  • μαγκίπισσα — η βλ. μάγκιπος …   Dictionary of Greek

  • μαγκιπικός — και μαγκιππικός, ή, ὁ (Μ μαγκιπ[π]ικός, ή, όν) [μάγκιπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μαγκίπιο ή στον μάγκιπο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»